- ιυγμός
- ἰυγμός, ὁ (Α) [ιύζω]1. βοή, κραυγή χαράς2. κραυγή οδύνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰυγμός — shout of joy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγμοῖσι — ἰυγμός shout of joy masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγμοῦ — ἰυγμός shout of joy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγμῶν — ἰυγμός shout of joy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγμῷ — ἰυγμός shout of joy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
южать — юзжать визжать, плакать, стонать от боли , новгор., воронежск., тамб. (Даль), южить плакать без причины , петерб. (Даль). Сближают с греч. ιῡγή возглас ликования, скорби , ἰύζω кричу , ἰυγμός м. крик , лат. iūbilō, ārе ликовать, напевать (Горяев … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… … Dictionary of Greek
υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] … Dictionary of Greek
ἰυγμῶι — ἰυγμῷ , ἰυγμός shout of joy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
i̯ū̆ 2 — i̯ū̆ 2 English meaning: exclamatory interjection Deutsche Übersetzung: Ausruf, especially Jauchzen Material: Gk. ἰαυοῖ “juche!” (ἰαῦ, ἰύ:), ἰύ: “ interjection of amazement”; with silbischem, to Teil langem i (ī̆u ) reiht sich an… … Proto-Indo-European etymological dictionary